- ἐσέπτατο
- εἰσπέτομαιfly intoaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek